- ἠπειρῶτις
- ἠπειρώτηςlandsmanfem nom sgἠπειρῶτιςlandsmanfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηπειρώτης — ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις) 1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό 2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ ἠπειρώτας δι… … Dictionary of Greek
ἠπειρωτίδων — ἠπειρω̱τίδων , ἠπειρώτης landsman fem gen pl ἠπειρῶτις landsman fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρῶτιν — ἠπειρώτης landsman fem acc sg ἠπειρῶτις landsman fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρώτιδα — ἠπειρώ̱τιδα , ἠπειρώτης landsman fem acc sg ἠπειρῶτις landsman fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρώτιδας — ἠπειρώ̱τιδας , ἠπειρώτης landsman fem acc pl ἠπειρῶτις landsman fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρώτιδες — ἠπειρώ̱τιδες , ἠπειρώτης landsman fem nom/voc pl ἠπειρῶτις landsman fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρώτιδι — ἠπειρώ̱τιδι , ἠπειρώτης landsman fem dat sg ἠπειρῶτις landsman fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρώτιδος — ἠπειρώ̱τιδος , ἠπειρώτης landsman fem gen sg ἠπειρῶτις landsman fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπειρώτισι — ἠπειρώ̱τισι , ἠπειρώτης landsman fem dat pl ἠπειρῶτις landsman fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)